Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανακατεψιάρης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 arruffo`ne ~m~
2 confusiona`rio ~m~
3 ficcana`so ~m~
4 impiccio`ne ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανακατεύω ανάκατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---