Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανακάλυψη  
ουσιαστικό θηλυκό

scope`rta ~f~ έκανα μια σπουδαία ανακάλυψη==ho fatto una scoperta straordinaria | η ανακάλυψη της πενικιλίνης==la scoperta della penicillina | η εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων==l'era delle grandi scoperte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανακαλύπτω ανακαλώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---