Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανακαίνιση  
ουσιαστικό θηλυκό

rinno`vo ~m~; rinnovame`nto ~m~; resta`uro ~m~ κλειστό λόγω ανακαινίσεως==chiuso per rinnovo dei locali

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανακαινίζω ανακαινισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---