Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμεσότης
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αμεσότητα] αμεσότητα ουσιαστικό θηλυκό immediate`zza ~f~; pronte`zza ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |