Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμετάβλητος
επίθετο 1 invaria`to; immuta`to η κατάσταση της υγείας του παραμένει αμετάβλητη==le sue condizioni di salute sono rimaste invariate 2 invaria`bile; immuta`bile 3 permane`nte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |