Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμετακίνητος
επίθετο 1 non sposta`to; non rimo`sso 2 che non può e`ssere rimo`sso; inamovi`bile; non removi`bile 3 ((figurato)) fermo; incrolla`bile; irremovi`bile μένει αμετακίνητος στις θέσεις του==resta fermo sulle sue posizioni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |