Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάμεσος
επίθετο 1 προσεχής immedia`to, diretto, urgente έχει άμεση ανάγκη βοηθείας==ha urgente bisogno di aiuto | απαιτείται άμεση λύση του προβλήματος==si richiede una soluzione immediata del problema | Άμεση Δράση==Pronto Intervento, la Celere 2 απευθείας dire`tto 3 immedia`to άμεσοι φόροι==imposte dirette | φάρμακο με άμεση δράση==farmaco a effetto immediato 4 immedia`to; pro`ssimo; immine`nte στο αμέσο μέλλον==nell'immediato futuro αμεσότατος επίθετο superlativo di [άμεσος] αμεσότερος επίθετο comparativo di [άμεσος] αμεσώτατος επίθετο superlativo di [άμεσος] αμεσώτερος επίθετο comparativo di [άμεσος] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο τμήμα άμεσης δράσης = squadra [θηλ.] mobile Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |