Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμάλγαμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 chimica ama`lgama ~m~
2 ((figurato)) ama`lgama ~m~; mescola`nza ~f~; miscu`glio ~m~; miscella`nea ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμάλαγος αμαλγαμάτωσις  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---