Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμάν-αμάν
ουσιαστικό ουδέτερο 1 insofferenza basta!; per carità!; per l'amo`r del cie`lo!; mamma mia! αμάν πια αυτή η γκρίνια σου!==basta con questi piagnistei! | αμάν πια, με τρέλανες μ' αυτή τη μουσική!==mamma mia! mi hai rimbambito con questa musica! 2 sorpresa spiacevole accide`nti!; Dio mio!; porca mise`ria!; mamma mia! αμάν!, ξέχασα να του τηλεφωνήσω==accidenti! mi sono dimenticato di telefonargli! 3 esclamazione molto frequente nell'αμανές permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |