Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάμαξα
ουσιαστικό θηλυκό 1 carro ~m~; carro`zza ~f~ ταχυδρομική άμαξα==trasporti diligenza | νεκροφόρος άμαξα==carro funebre 2 carro`zza ~f~; vago`ne ~m~; vettu`ra ~f~ σιδηροδρομική άμαξα==vettura ferroviaria permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |