Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμάραντο
ουσιαστικό ουδέτερο

lo stesso che [αμάραντος]

αμάραντος  
επίθετο

1 amara`nto
2 ete`rno
3 perpe`tuo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμαξωτός αμαρταίνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---