Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμαρτία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 religione pecca`to ~m~ έζησε μέσα στην αμαρτία==è vissuto nel peccato
2 erro`re ~m~; colpa ~f~ αμαρτία να πετάξουμε όλο αυτό το ψωμί==è un peccato buttare tutto questo pane

αμαρτίες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

malefa`tte ~fp~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμάρτημα αμαρτωλά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---