Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλωνίζω  
ρήμα μεταβατικό

trebbia`re

αλωνίζω
ρήμα αμετάβατο

1 spadroneggia`re; fare da padro`ne τον αφήνουν να αλωνίζει στο σχολείο, γιατί είναι ο γιος του διευθυντή==a scuola la fa da padrone, perché è il figlio del direttore
2 vaga`re; anda`re a zonzo; gironzola`re; bighellona`re όλη μέρα αλώνιζε στους δρόμους της πόλης==tutto il giorno ha bighellonato per le vie della città

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλώνι αλώνισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---