Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλχημιστής
ουσιαστικό αρσενικό alchimi`sta ~m~ αλχημίστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αλχημιστής ^-ή, ο^] 2 alchimi`sta ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |