Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλχημεία
ουσιαστικό θηλυκό 1 alchimi`a ~f~ 2 ((figurato)) espedie`nte ~f~; mano`vra ~f~; raggi`ro ~f~; alchimi`a ~f~ κέρδισε ένα σωρό λεφτά στο χρηματιστήριο με τις αλχημείες του==con le sue manovre in borsa ha guadagnato un sacco di soldi | προεκλογικές αλχημείες==alchimie elettorali permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |