Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλωπεκίαση
ουσιαστικό θηλυκό medicina alope`cia ~f~ αλωπεκίασις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αλωπεκίαση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |