Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άμα  
σύνδεσμος

1 con valore temporale quando; non appena; appena άμα βγω στη σύνταξη, θα κάνω πολλά ταξίδια==quando andrò in pensione, farò molti viaggi
2 con valore ipotetico se άμα θες, τηλεφώνησέ μου==se vuoi, telefonami

άμα  
επίρρημα

con valore temporale nel mome`nto in cui; nel mome`nto di άμα τη λήψει της παρούσης==alla ricezione della presente | πληρωμή άμα τη παραδόσει==pagamento alla consegna

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλώσιμος αμάααν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---