Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλλαντοπώλης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 salumie`re ~m~; saluma`io ~m~
2 ((arcaico)) pizzica`gnolo ~m~

αλλαντοπώλισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αλλαντοπώλης ^-η, ο^]
2 salumie`ra ~f~; saluma`ia ~f~
3 ((arcaico)) pizzica`gnola ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλλαντοπωλείο αλλαξιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---