Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλλάζει
ρήμα απρόσωπο

è dive`rso; ca`mbia τότε αλλάζει (το πράγμα)==allora la cosa cambia

αλλάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 cambia`re; muta`re αλλάζω δουλειά==cambiare lavoro | αλλάζω γνώμη==cambiare opinione | αλλάζω θέση==cambiare posto
2 scambia`re αλλάζω βέρες==scambiare le fedi
3 cambia`re; sostitui`re θέλει να αλλάξει αυτοκίνητο==vuole cambiare la macchina
4 bambino cambia`re i pannoli`ni
5 ρούχα cambia`rsi
6 soldi cambia`re (in spi`ccioli) έχετε να μού αλλάξετε ένα χιλιάρικο;==ha da cambiarmi un biglietto da mille?
7 medicina cambia`re la fasciatu`ra, la medicazio`ne πήγε να τού αλλάξουν τον επίδεσμο==è andato a farsi cambiare la fasciatura

αλλάζω
ρήμα αμετάβατο

1 cambia`re; muta`re άλλαξε ο καιρός==il tempo è cambiato | άλλαξαν οι καιροί==i tempi sono cambiati
2 cambia`re; trasforma`rsi; tramuta`rsi έχει αλλάξει πολύ τελευταία==ultimamente è molto cambiato

αλλάσσω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αλλάζω]

αλλάχνω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αλλάζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλλάδερφος άλλ' αντ' άλλα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αλλάζω γνώμη = cambiare idea


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---