Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλλαντικά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

salu`mi ~mp~; affetta`ti ~mp~ φέρε λίγα αλλαντικά στο τραπέζι==porta un po' di affettati a tavola

αλλαντικό  
ουσιαστικό ουδέτερο

[usato prevalentemente al plurale]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλλαντίαση αλλαντοποιείο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---