Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλέα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 fila`re ~m~ di a`lberi
2 via`le ~m~ (albera`to)

αλλέα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αλέα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλδεϋδικός αλεγκρία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---