Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλειτρούγητα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αλειτούργητα]

αλειτρούγητος
επίθετο

variante di [αλειτούργητος]

αλειτρούητα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αλειτούργητα]

αλειτρούητος
επίθετο

variante di [αλειτούργητος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλειμμένος αλείφτω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---