Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλειτρούγητα
ουσιαστικό θηλυκό variante di [αλειτούργητα] αλειτρούγητος επίθετο variante di [αλειτούργητος] αλειτρούητα ουσιαστικό θηλυκό variante di [αλειτούργητα] αλειτρούητος επίθετο variante di [αλειτούργητος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |