Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑλεξανδρινή
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Αλεξανδρινός ^-ού, ο^] 2 alessandri`na ~f~; abita`nte ~f~ di Alessa`ndria (d'Egi`tto) αλεξανδρινός επίθετο 1 alessandrino 2 ellenistico Αλεξανδρινός ουσιαστικό αρσενικό alessandri`no ~m~, abita`nte ~m~ di Alessa`ndria (d'Egi`tto) αλεξαντρινός επίθετο variante di [αλεξανδρινός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |