Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλεξιπτωτιστής
ουσιαστικό αρσενικό 1 paracaduti`sta ~m~ 2 ((popolare)) parà ~m~ 3 ((figurato)) privilegia`to ~m~; favori`to ~m~; raccomanda`to ~m~ (di ferro) με την καινούργιες προσλήψεις, το υπουργείο γέμισε αλεξιπτωτιστές==con le nuove assunzioni il ministero si è riempito di raccomandati αλεξιπτωτίστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αλεξιπτωτιστής ^-ή, ο^] 2 paracaduti`sta ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |