Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλεπότρουπα
ουσιαστικό θηλυκό variante di [αλεπότρυπα] αλουπότρουπα ουσιαστικό θηλυκό variante di [αλεπότρυπα] αλουπότρυπα ουσιαστικό θηλυκό variante di [αλεπότρυπα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |