Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλεσμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αλέθω]
2 macina`to
3 mola`to
4 pe`sto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άλεσμα αλέστα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---