Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αλεύρι
ουσιαστικό ουδέτερο
fari`na ~f~
άλευρο
ουσιαστικό ουδέτερο
forma arcaica di
[αλεύρι ^-ιού, το^]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αλεύκαντος
αλευρόμυλος >>
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
το σκληρό αλεύρι
=
semola
[θηλ.]
di grano duro
||
το μαλακό αλεύρι
=
semola
[θηλ.]
di grano tenero
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αλέτρισμα
[ουσ ουδ.]
αλετροπόδα
{χωρ. γεν....
αλετροπόδι
[ουσ ουδ.]
αλετροχέρα
[θηλ.ουσ]
αλεύκαντος
[επίθ.]
αλεύρι
{αλευρ-ιού...
άλευρο
{αλεύρου}
αλευρόμυλος
[ουσ αρσ ]
αλευροποιημένος
[επίθ.]
αλευροποίηση
[θηλ.ουσ]
αλευροποιός
[ουσ αρσ ]
αλευροποιώ
{-εις...} ...
αλευρώδης
[επίθ.]
αλεύρωμα
{αλεωρί-ου...
αλευρωμένος
[επίθ.]
αλευρώνομαι
aor αλευρώ...
αλευρώνω
{αλεύρω-σα...
αλευτέρωτος
[επίθ.]
αληδόνα
[θηλ.ουσ]
αλήθεια
{αλήθ-ειας...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis