Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλεπού  
ουσιαστικό θηλυκό

1 zoologia vo`lpe ~f~
2 δέρμα pelli`ccia ~f~ di volpe
3 ((figurato)) perso`na ~f~ furba, astu`ta πονηρή αλεπού==vecchia volpe

αλουπού
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αλεπού]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλεπότρουπα αλεπουδάκι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---