Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλέκτορας  
ουσιαστικό αρσενικό

zoologia gallo ~m~

αλέκτωρ
ουσιαστικό αρσενικό

forma arcaica di [αλέκτορας ^-α, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλέκιαστος άλεκτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---