Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλείβομαι
ρήμα παθητικό

variante di [αλείφομαι]

αλείβω  
ρήμα μεταβατικό

variante di [αλείφω]

αλείφτω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αλείφω]

αλείφω
ρήμα μεταβατικό

spalma`re; u`ngere αλείφω με βούτυρο μια φέτα ψόμι==spalmare del burro su una fetta di pane

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλειάνιστος άλειμμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---