αλείβομαι
ρήμα παθητικό
variante di [αλείφομαι]
αλείβω
ρήμα μεταβατικό
variante di [αλείφω]
αλείφτω
ρήμα μεταβατικό
variante di [αλείφω]
αλείφω
ρήμα μεταβατικό
spalma`re; u`ngere αλείφω με βούτυρο μια φέτα ψόμι==spalmare del burro su una fetta di pane