Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλέθω
ρήμα μεταβατικό 1 macina`re; tritura`re αλέθω το σιτάρι==macinare il grano | αλέθω τον καφέ==macinare il caffè 2 ((figurato)) digeri`re bene αλέθει καλά ο μύλος του==ha uno stomaco da struzzo | το στομάχι του τ' αλέθει όλα==il suo stomaco digerisce anche i sassi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |