Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακυρώνομαι
ρήμα παθητικό eli`dersi ακυρώνω ρήμα μεταβατικό 1 annulla`re; invalida`re ακυρώνω μια κράτηση==annullare una prenotazione | ακυρώνω συμβόλαιο==annullare un contratto | ακυρώνω μια παραγγελία==annullare un ordinazione | ακυρώνω μια διαταγή==annullare un ordine | ακυρώνω διαθήκη==annullare un testamento 2 εισιτήριο oblitera`re; buca`re; annulla`re ακυρώνω εισιτήριο==obliterare, annullare il biglietto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |