Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακύρωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 annullame`nto ~m~ 2 εισιτήριο obliterazio`ne ~f~ ακύρωσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [ακύρωση] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |