Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακυρότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ακυρότητα]

ακυρότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

nullità ~f~; non validità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άκυρος ακυρωθείς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---