Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακυβερνησία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 manca`nza ~f~ di gove`rno
2 ((per estensione)) malgove`rno ~m~; catti`va amministrazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακτοφυλακή ακυβέρνητος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---