Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγριότη
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αγριότητα ^-ας, η^]

αγριότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αγριότητα ^-ας, η^]

αγριότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ferocia ~f~; selvaticità ~f~
2 brutalità ~f~; crude`zza ~f~; efferate`zza ~f~; crudeltà ~f~; incleme`nza ~f~
3 rozze`zza ~f~; rude`zza ~f~

αγριότητες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

barba`rie ~fp~; atrocità ~fp~ οι αγριότητες του πολέμου==le atrocità della guerra

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγριότερος αγριοτομάτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---