αγριότητα
ουσιαστικό θηλυκό
1 ferocia ~f~; selvaticità ~f~
2 brutalità ~f~; crude`zza ~f~; efferate`zza ~f~; crudeltà ~f~; incleme`nza ~f~
3 rozze`zza ~f~; rude`zza ~f~
αγριότη
ουσιαστικό θηλυκό
forma arcaica di [αγριότητα ^-ας, η^]
αγριότητες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
barba`rie ~fp~; atrocità ~fp~ οι αγριότητες του πολέμου==le atrocità della guerra
αγριότης
ουσιαστικό θηλυκό
forma arcaica di [αγριότητα ^-ας, η^]
ουσιαστικό θηλυκό
1 ferocia ~f~; selvaticità ~f~
2 brutalità ~f~; crude`zza ~f~; efferate`zza ~f~; crudeltà ~f~; incleme`nza ~f~
3 rozze`zza ~f~; rude`zza ~f~
αγριότη
ουσιαστικό θηλυκό
forma arcaica di [αγριότητα ^-ας, η^]
αγριότητες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
barba`rie ~fp~; atrocità ~fp~ οι αγριότητες του πολέμου==le atrocità della guerra
αγριότης
ουσιαστικό θηλυκό
forma arcaica di [αγριότητα ^-ας, η^]
permalink
αγριότη [θηλ.ουσ]
αγριότης [θηλ.ουσ]
αγριότητα {αγριοτήτω...
αγριότητες [ουσ αρσ πληθ.]
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android