Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγριόχορτα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

pia`nte ~fp~ infesta`nti

αγριόχορτο  
ουσιαστικό ουδέτερο

erba`ccia ~f~; mala erba ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγριόχοιρος αγριωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---