Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άγριος  
επίθετο

1 φυτα selva`tico; inco`lto άγρια αχλάδια==pere selvatiche
2 ζώα; πρόσωπα selva`ggio; fero`ce τα άγρια θηρία==le bestie feroci
3 ματιά truce
4 πρόσωπα selva`ggio; ba`rbaro; incivi`le άγριες φυλές==tribù selvagge
5 ζώα; πρόσωπα rozzo; rude; bu`rbero ο πατέρας της είναι κάπως άγριος==suo padre (di lei) è piuttosto burbero
6 duro; viole`nto; aspro; furio`so ένας ιδιαίτερα άγριος χειμώνας==un inverno particolarmente rigido | ένας άγριος καβγάς==una lite furiosa | άγρια καταιγίδα==tempesta violenta | άγρια μάχη==aspra battaglia
7 πραγμάτων, καταστάσεις fero`ce; torvo; truce; osti`le μού έριξε μια άγρια ματιά==mi ha lanciato un'occhiata feroce

αγριότατος
επίθετο

superlativo di [άγριος]

αγριότερος
επίθετο

comparativo di [άγριος]

αγριώτατος
επίθετο

superlativo di [άγριος]

αγριώτερος
επίθετο

comparativo di [άγριος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγριοροϊδιά αγριοστουβή  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η άγρια καταιγίδα = tempesta [θηλ.] violenta


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---