Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγριοφωνάρα  
ουσιαστικό θηλυκό

voce ~f~ grossa; vocia`ccia ~f~

αγριοφωνάρες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

urla ~fp~; grida ~fp~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγριοφωνάζω αγριόχηνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---