Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφύσικος  
επίθετο

1 innatura`le; non natura`le; anorma`le αφύσικες διαστάσεις==dimensioni anormali
2 artificio`so; artefa`tto; affetta`to έχει αφύσικους τρόπους==ha dei modi affettati
3 mostruo`so ένα αφύσικο πλάσμα==una creatura mostruosa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφύσικα αφφιτσιάλλης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---