Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάφωνος
επίθετο 1 senza voce; muto 2 ((figurato)) senza paro`le μένω άφωνος==rimanere senza parole αφωνότατος επίθετο superlativo di [άφωνος] αφωνότερος επίθετο comparativo di [άφωνος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |