Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαφύπνιση
ουσιαστικό θηλυκό 1 sve`glia ~f~; risve`glio ~m~ η υπηρεσία αφύπνισης του Ο. T. E.==sveglia telefonica dell' O. T. E. 2 ((figurato)) risve`glio ~m~; rina`scita ~f~ η αφύπνιση των αισθήσεων==il risveglio dei sensi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |