Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφυπνίζομαι
ρήμα παθητικό

1 desta`rsi
2 risveglia`rsi
3 sveglia`rsi

αφυπνίζω
ρήμα μεταβατικό

1 desta`re; sveglia`re
2 ((figurato)) sveglia`re; risveglia`re; desta`re; far rinasce`re; suscita`re αφυπνίζω τη συνείδηση του λαού==destare la coscienza del popolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άφυλος αφυπνιζόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---