Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδοκίμαστος
επίθετο 1 non prova`to αγόρασε το φόρεμα αδοκίμαστο==ha comprato il vestito senza provarlo | δεν άφησε εμπειρία αδοκίμαστη στη ζωή του==nella sua vita ha provato di tutto 2 non assaggia`to στο δείπνο δεν άφησε τίποτα αδοκίμαστο==a cena ha assaggiato un po' di tutto 3 non sperimenta`to μέθοδος αδοκίμαστη ακόμη==metodo non ancora sperimentato 4 non prova`to; non messo alla prova permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |