Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sessuàle (επίθ.) setacciatùra (θηλ.ουσ)
sessualità (θηλ.ουσ) setàccio (ουσ αρσ )
sessuàto (επίθ.) setàceo (επίθ.)
sessuofobìa (θηλ.ουσ) setaiòlo (ουσ αρσ )
sessuologìa (θηλ.ουσ) séte (θηλ.ουσ)
sessuològico (επίθ.) seterìa (θηλ.ουσ)
sessuòlogo (ουσ αρσ ) setifìcio (ουσ αρσ )
sèsta (θηλ.ουσ) setìno (ουσ αρσ )
sestànte (ουσ αρσ ) sétola (θηλ.ουσ)
sestàrio (ουσ αρσ ) setolóso (επίθ.)
sestèrzio (ουσ αρσ ) setolùto (επίθ.)
sestétto (ουσ αρσ ) sètta (θηλ.ουσ)
sestière (ουσ αρσ ) settànta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
sestìle (ουσ αρσ ) settantenàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
sestìna (θηλ.ουσ) settantènne (ουσ αρσ )
sèsto (ουσ αρσ ) settantènne (θηλ.ουσ)
sestogradìsta (ουσ αρσ και θηλ.) settantènnio (ουσ αρσ )
sestùltimo (επίθ.) settantèsimo (ουσ αρσ )
sèstupla (θηλ.ουσ) settantèsimo (επίθ.)
sestuplicàre (ρ. μτβ.) settantìna (θηλ.ουσ)
sestùplice (επίθ.) settàrio (ουσ αρσ )
sèstuplo (αρσ. επίθ και ουσ) settàrio (επίθ.)
set (ουσ αρσ ) settarìsmo (ουσ αρσ )
séta (θηλ.ουσ) sètte ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
setacciàre (ρ. μτβ.) settebèllo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: