ItalianoGreco


sessuàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sessuˈale]

γεννητικός (-ή, -ό), σεξουαλικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


molestie [θηλ. πλυθ.] sessuali = οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις [f.]



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---