Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


settantènne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [settanˈtɛnne]

εβδομηντάρης

settantènne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [settanˈtɛnne]

εβδομηντάρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  settantenario settantennio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

setoloso (επίθ.)
setoluto (επίθ.)
setta (θηλ.ουσ)
settanta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
settantenario (αρσ. επίθ και ουσ)
settantenne (ουσ αρσ )
settantenne (θηλ.ουσ)
settantennio (ουσ αρσ )
settantesimo (ουσ αρσ )
settantesimo (επίθ.)
settantina (θηλ.ουσ)
settario (ουσ αρσ )
settario (επίθ.)
settarismo (ουσ αρσ )
sette ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
settebello (ουσ αρσ )
settecentesco (επίθ.)
settecentesimo (ουσ αρσ )
settecentesimo (επίθ.)
settecentista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---