Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsettantènnio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [settanˈtɛnnjo] 1 εβδομηκονταετία 2 εβδομηκονταετηρίδα 3 περίοδος εβδομήντα ετών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |