Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zòppo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtsɔppo], [ˈdzɔppo]

1 κουτσός
2 ανάπηρος
3 χωλός

zòppo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtsɔppo], [ˈdzɔppo]

κουτσός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zoppiconi Zoroastro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zoppaggine (θηλ.ουσ)
zoppia (θηλ.ουσ)
zoppicante (επίθ.)
zoppicare (ρ.αμτβ.)
zoppiconi (επίρ.)
zoppo (ουσ αρσ )
zoppo (επίθ.)
Zoroastro (κύρ.όν. αρσ.)
zoticaggine (θηλ.ουσ)
zotichezza (θηλ.ουσ)
zotico (ουσ αρσ )
zotico (επίθ.)
zoticone (ουσ αρσ )
zucca (θηλ.ουσ)
zuccaia (θηλ.ουσ)
zuccata (θηλ.ουσ)
zuccherare (ρ. μτβ.)
zuccherato (επίθ.)
zuccheriera (θηλ.ουσ)
zuccheriere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---