Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzòppo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtsɔppo], [ˈdzɔppo] 1 κουτσός 2 ανάπηρος 3 χωλός zòppo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtsɔppo], [ˈdzɔppo] κουτσός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |