Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzoppicànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tsoppiˈkante], [dzoppiˈkante] 1 που κουτσαίνει 2 που τρικλίζει 3 ασταθής 4 επισφαλής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |